Ο σχεδιασμός στοχεύει να ενοποιήσει και να αντιπαραθέσει τους ιδιωτικούς χώρους κατοίκησης με τους κοινόχρηστους / δημόσιους χώρους, με παράλληλη μεταξύ τους αλληλεπίδραση και ενθάρρυνση των μεταξύ τους συνδέσεων, αλλά με ταυτόχρονη προστασία της ιδιωτικής ζωής. Μεγάλες εσωτερικές αυλές χρησιμοποιήθηκαν ως οργανωτικά συστήματα του χώρου παρέχοντας οπτική και χωρική πρόσβαση σε αυτές από την πλειονότητα των δωματίων, με ξεκάθαρη αναφορά σε τυπολογίες κολεγιακών εσωτερικών αυλών και προαυλίων. Παράλληλα, οι εσωτερικές διακινήσεις του κτιρίου οργανώθηκαν γύρω από γραμμικά ιδιωτικά αίθρια ανάμεσα στα κτίρια. Η δημιουργία αυτών των γραμμικών αξόνων ανάμεσα στα κτίρια, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μελλοντικοί σχεδιαστικοί άξονες για την γειτνιάζουσα ανάπτυξη. Παράλληλα δημιουργούν μία διαπερατότητα στο κτίριο δίνοντας μία αίσθηση ελαφρότητας και ενθάρρυνσης της διακίνησης προς το ευρύτερο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, η μορφολογική δομή των κτιρίων και της φύτευσης προέρχεται από μια ακριβή ανάλυση περιβαλλοντικών παραγόντων, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και την παροχή κατάλληλων στρατηγικών προσαρμογής βάσει των ειδικών συνθηκών της Λεμεσού.
Συνεργάτες: Άκης Στεφανίδης, Χρίστος Ιταλός, Χριστίνα Ηλία, Ραφαέλλα Μωϋσέως, Ανδρέας Σαββίδης, Antonio Moll, Mattia Leone, Simone Piccolo, Martina Pizzicato